- καμπυλόμετρο
- τοτοπογραφικό όργανο με το οποίο μετρούνται τα μήκη τών καμπύλων γραμμών πάνω στους χάρτες.[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλη + -μετρο (< μέτρο), πρβλ. ταχύ-μετρο, υπο-δεκά-μετρο. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, με αντιδάνειο το β' συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. curvimetre < curvi- (< λατ. curvus «καμπύλος») + -metre (πρβλ. μέτρον) και μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.