καμπυλόμετρο

καμπυλόμετρο
το
τοπογραφικό όργανο με το οποίο μετρούνται τα μήκη τών καμπύλων γραμμών πάνω στους χάρτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλη + -μετρο (< μέτρο), πρβλ. ταχύ-μετρο, υπο-δεκά-μετρο. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, με αντιδάνειο το β' συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. curvimetre < curvi- (< λατ. curvus «καμπύλος») + -metre (πρβλ. μέτρον) και μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καμπύλος — η, ο (AM καμπύλος, ον) αυτός που σχηματίζει καμπή, κυρτός, γυριστός, καμπουρωτός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η καμπύλη (ενν. γραμμή) 1. γραμμή που μεταβάλλει διαρκώς και σε κάθε σημείο της διεύθυνση, χωρίς όμως να σχηματίζει πουθενά γωνία 2. μαθ. ο… …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”